- ἀνοιστέον
- ἀνοιστέοςto be referredmasc/fem acc sgἀνοιστέοςto be referredneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανοιστέος — ἀνοιστέος, α, ον (ρημ. επίθ.) (Α) 1. αυτός που πρέπει να αναφερθεί 2. (το ουδ.) ανοιστέον α) πρέπει κανείς να κάνει φανερό β) πρέπει να αναφέρει κάποιος κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανοίσω, μέλλ. του αναφέρω] … Dictionary of Greek